Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
accounts
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
accurate
/ˈæk.jʊ.rət/ = ADJECTIVE: ακριβής;
USER: ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
GT
GD
C
H
L
M
O
achieving
/əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, την επίτευξη, επίτευξης, επιτυγχάνοντας, επίτευξη των
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
adjustments
/əˈdʒʌst.mənt/ = NOUN: προσαρμογή, ρύθμιση, διευθέτηση, εφαρμογή, κανονισμός, απολογισμός;
USER: προσαρμογές, προσαρμογών, αναπροσαρμογές, διορθώσεις, ρυθμίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
adopted
/əˈdɒp.tɪd/ = ADJECTIVE: θετός;
USER: θεσπίζονται, εγκρίθηκε, ενέκρινε, υιοθέτησε, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
advocates
/ˈæd.və.keɪt/ = NOUN: συνήγορος, σύνδικος;
USER: υποστηρικτές, συνήγοροι, τάσσεται υπέρ της, τάσσεται υπέρ, υπερασπιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
agencies
/ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο;
USER: υπηρεσίες, οργανισμούς, οργανισμών, οργανισμοί, γραφεία
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allowing
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, που επιτρέπουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
american
/əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός;
ADJECTIVE: αμερικάνικος;
USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
applicants
/ˈæp.lɪ.kənt/ = NOUN: αιτών, αιτητής;
USER: αιτούντες, οι αιτούντες, προσφεύγοντες, αιτούντων, υποψήφιοι
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
apps
/æp/ = USER: apps, εφαρμογές, εφαρμογών, εφαρμογές του, εφαρμογές που
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assigned
/əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω;
USER: ανατεθεί, εκχωρηθεί, ανατίθενται, αποδίδεται, έχουν ανατεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
audience
/ˈɔː.di.əns/ = NOUN: ακροατήριο, ακρόασις;
USER: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
campaigns
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
USER: εκστρατείες, καμπάνιες, εκστρατειών, ενημερωτικές εκστρατείες, τις καμπάνιες
GT
GD
C
H
L
M
O
candidate
/ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος;
USER: υποψήφιος, υποψήφιες, υποψηφίων, υποψήφια, υποψήφιο
GT
GD
C
H
L
M
O
candidates
/ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος;
USER: υποψηφίων, οι υποψήφιοι, υποψηφίους, υποψήφιοι, των υποψηφίων
GT
GD
C
H
L
M
O
carrying
/ˌkær.i.ɪŋˈɒn/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: μεταφέρουν, που μεταφέρουν, λογιστική, άσκηση, εκτέλεση
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
collaborate
/kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ;
USER: συνεργάζομαι, συνεργάζονται, συνεργαστούν, συνεργάζεται, συνεργαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
committed
/kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
competitive
/kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός;
USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
conduct
/kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία;
VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
conferencing
/ˈvɪd.i.əʊˌkɒn.fər.ən.sɪŋ/ = USER: conferencing, τηλεδιάσκεψης, διάσκεψη, διάσκεψης, διασκέψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
consistently
/kənˈsɪs.tənt/ = ADVERB: με συνέπεια;
USER: με συνέπεια, συνέπεια, σταθερά, πάγια, συνεχώς
GT
GD
C
H
L
M
O
constantly
/ˈkɒn.stənt.li/ = ADVERB: συνεχώς, σταθερά, σταθερώς;
USER: συνεχώς, σταθερά, διαρκώς, συνεχή, συνεχώς να, συνεχώς να
GT
GD
C
H
L
M
O
consultative
/kənˈsʌl.tə.tɪv/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός;
USER: συμβουλευτικός, Συμβουλευτικής, Συμβουλευτική, συμβουλευτικό, συμβουλευτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
content
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση;
ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος;
VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ;
USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
convert
/kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω;
NOUN: προσήλυτος;
ADJECTIVE: προσήλυτος;
USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
crm
= USER: CRM, crm Στην, ΣΔΔ
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
decision
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrations
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: διαδηλώσεις, επιδείξεις, διαδηλώσεων, τις διαδηλώσεις, επιδείξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
develop
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
direct
/daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής;
VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
directed
/diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνεται, σκηνοθεσία, κατευθύνονται, κατευθυνόμενη, απευθύνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
effectively
/ɪˈfek.tɪv.li/ = USER: αποτελεσματικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, ουσιαστικά, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
email
/ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου
GT
GD
C
H
L
M
O
embedded
/ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα;
USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
energetic
/ˌen.əˈdʒet.ɪk/ = ADJECTIVE: ενεργητικός, δυναμικός;
USER: ενεργητικός, ενεργητική, ενεργειακή, ενεργητικό, ενεργητικά, ενεργητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
establish
/ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω;
USER: δημιουργία, θεσπίσει, θέσπιση, καθιερώσει, καθιέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
established
/ɪˈstæb.lɪʃt/ = ADJECTIVE: καθιερωμένος;
USER: εγκατεστημένος, εγκατεστημένοι, καθοριστεί, έδρα, ιδρύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
establishing
/ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω;
USER: για τη θέσπιση, για την ίδρυση, θέσπιση, την ίδρυση, ίδρυση
GT
GD
C
H
L
M
O
events
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
exceed
/ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω;
USER: υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνει το, να υπερβαίνει το, να υπερβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
exceeding
/ɪkˈsiːd/ = ADJECTIVE: υπερβολικός, υπερβολή;
USER: υπερβαίνει, υπερβαίνουν, άνω, υπερβαίνει τα, υπερβαίνει το
GT
GD
C
H
L
M
O
excel
/ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ;
USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel
GT
GD
C
H
L
M
O
excellent
/ˈek.səl.ənt/ = ADJECTIVE: έξοχος;
USER: άριστη, excellent, εξαιρετική, εξαιρετικό, εξαιρετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
exceptional
/ɪkˈsep.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: εξαιρετικός;
USER: εξαιρετικός, εξαιρετικές, εξαιρετική, εξαιρετικών, εξαιρετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
execute
/ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω;
USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελέσουν, εκτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
expand
/ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι;
USER: επεκτείνουν, επέκταση, να επεκτείνουν, την επέκταση, επεκτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
expanded
/ikˈspand/ = ADJECTIVE: αναπτυγμένος;
USER: επεκτάθηκε, επεκταθεί, επέκτεινε, διευρυνθεί, επεκταθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
familiarity
/fəˌmilēˈaritē,-milˈyar-/ = NOUN: εξοικείωση, οικειότητα, οικειότης;
USER: εξοικείωση, οικειότητα, εξοικείωσης, οικειότητας, γνώση
GT
GD
C
H
L
M
O
farmer
/ˈfɑː.mər/ = NOUN: γεωργός, αγρότης;
USER: γεωργός, αγρότης, γεωργό, αγρότη, γεωργού
GT
GD
C
H
L
M
O
fashion
/ˈfæʃ.ən/ = NOUN: μόδα, συρμός, τρόπος διαμόρφωσης;
VERB: πλατώ;
USER: μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
GT
GD
C
H
L
M
O
files
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forecasting
/ˈfɔː.kɑːst/ = VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω;
USER: πρόβλεψης, πρόβλεψη, την πρόβλεψη, προβλέψεις, πρόγνωση
GT
GD
C
H
L
M
O
g
/dʒiː/ = NOUN: σολ;
USER: g, ζ, γρ, γραμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generated
/ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
goals
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους
GT
GD
C
H
L
M
O
government
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
growing
/ˈɡrəʊ.ɪŋ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: αυξάνεται, καλλιέργεια, καλλιέργειας, αυξανόμενη, αυξανόμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
headquartered
/ˌhedˈkwɔːtəd/ = USER: έδρα, εδρεύει, που εδρεύει, με έδρα, έδρα της
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
hosted
/həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
hungry
/ˈhʌŋ.ɡri/ = ADJECTIVE: πεινασμένος, νηστικός, πειναλέος, πεινών;
USER: πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
hunter
/ˈhʌn.tər/ = NOUN: κυνηγός;
USER: κυνηγός, Hunter, κυνηγό, κυνηγού, κυνηγών
GT
GD
C
H
L
M
O
hybrid
/ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς;
USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική
GT
GD
C
H
L
M
O
ideal
/aɪˈdɪəl/ = NOUN: ιδανικό;
ADJECTIVE: ιδανικός, ιδεώδης;
USER: ιδανικό, ιδανικός, ιδανική, ιδανικά, ιδανικές
GT
GD
C
H
L
M
O
identify
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
improving
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
incoming
/ˈɪnˌkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: εισερχόμενος;
USER: εισερχόμενος, εισερχόμενες, εισερχόμενη, εισερχόμενων, εισερχόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
inside
/ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα;
ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
installed
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
interest
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
interpersonal
/ˌintərˈpərsənəl/ = USER: διαπροσωπικές, διαπροσωπική, διαπροσωπικών, διαπροσωπικής, τις διαπροσωπικές
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introducing
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισάγοντας, εισαγωγή, θέσπιση, την εισαγωγή, καθιέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
join
/dʒɔɪn/ = NOUN: ένωση;
VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω;
USER: ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
kinds
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
leader
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής
GT
GD
C
H
L
M
O
leads
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγεί, καταλήγει, οδηγούν, αποτέλεσμα, συνεπάγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
letter
/ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα;
VERB: σημειώ με γράμματα;
USER: επιστολή, γράμμα, με, με την, έγγραφο
GT
GD
C
H
L
M
O
leverage
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού;
USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός
GT
GD
C
H
L
M
O
licenses
/ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία;
USER: άδειες, αδειών, πιστοποιητικά, πιστοποιητικών, τις άδειες
GT
GD
C
H
L
M
O
lifelike
/ˈlaɪf.laɪk/ = ADJECTIVE: όμοιος με ζωντανό;
USER: όμοιος με ζωντανό, ζωντανές, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
live
/lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός;
USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
locally
/ˈləʊ.kəl.i/ = USER: σε τοπικό επίπεδο, τοπικά, τοπικό επίπεδο, τοπικό, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
makers
/ˈmeɪ.kər/ = NOUN: κατασκευαστής, δημιουργός, ποιητής, κάνων;
USER: κατασκευαστές, διαμορφωτές, ιθύνοντες, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
markets
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών
GT
GD
C
H
L
M
O
measurable
/ˈmeʒ.ər.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: μετρητός;
USER: μετρήσιμα, μετρήσιμη, μετρήσιμο, μετρήσιμους, μετρήσιμες
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
meetings
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συναντήσεις, συνεδριάσεις, συνεδριάσεων, συναντήσεων, συσκέψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
methods
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μεθόδους, μέθοδοι, μεθόδων, τις μεθόδους, μεθόδους που
GT
GD
C
H
L
M
O
millions
/ˈmɪl.jən/ = USER: εκατομμύρια, εκατομμυρίων, τα εκατομμύρια, εκατ.
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
monthly
/ˈmʌn.θli/ = ADJECTIVE: μηνιαίος;
ADVERB: κατά μήνα;
NOUN: μηνιαίο περιοδικό;
USER: μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίο, μηνιαίες, μηνιαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
motivated
/ˈməʊ.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω στην κίνησιν, ενεργώ ως ελατήριο, ωθώ, κινώ;
USER: κίνητρα, κίνητρο, αιτιολογημένης, αιτιολογημένη, κίνητρα για
GT
GD
C
H
L
M
O
navigator
/ˈnaviˌgātər/ = NOUN: πλοηγός, θαλασσοπόρος, ναυτίλος;
USER: πλοηγός, θαλασσοπόρος, Navigator, πλοηγό, πλοήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
necessary
/ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος;
USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
north
/nɔːθ/ = ADJECTIVE: βόρειος;
NOUN: βορράς, βοράς, βορεινή περιοχή;
USER: βόρεια, βορρά, North, Βόρειο, βόρεια Προάστια
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
objectives
/əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο;
USER: στόχοι, στόχων, στόχους, τους στόχους, των στόχων
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offerings
/ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία;
USER: προσφορές, αφιερώματα, προσφορών, τις προσφορές, προσφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
office
/ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία;
USER: γραφείο, αξίωμα, υπηρεσία, γραφείου, γραφείων
GT
GD
C
H
L
M
O
offline
/ˌɒfˈlaɪn/ = USER: offline, συνδεδεμένος, σύνδεσης, σύνδεση, χωρίς σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunities
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
organized
/ˈɔː.ɡən.aɪzd/ = ADJECTIVE: οργανωμένος;
USER: οργανωμένος, διοργάνωσε, οργανώνονται, διοργανώθηκε, οργάνωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
pipeline
/ˈpaɪp.laɪn/ = NOUN: γραμμή σωλήνων, μέσα πληροφορίας;
USER: αγωγών, αγωγού, αγωγός, αγωγό, αγωγού φυσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
plan
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
plans
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, προγράμματα, σχέδιά, σχέδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
player
/ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης;
USER: παίχτης, παίκτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής, αναπαραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
plus
/plʌs/ = NOUN: συν;
USER: συν, καθώς, καθώς και, πλέον, plus
GT
GD
C
H
L
M
O
polished
/ˈpɒl.ɪʃt/ = ADJECTIVE: άμεμπτος, στιλπνός, εξευγενισμένος;
USER: γυαλισμένο, γυαλισμένη, στιλβωμένο, γυαλισμένα, στιλβωμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
preferred
/prɪˈfɜːd/ = ADJECTIVE: προνομιούχος;
USER: προτιμώμενη, προτιμητέα, προτιμώμενες, προτιμάται, προτιμώμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
presentation
/ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά;
USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
proficiency
/prəˈfɪʃ.ənt/ = NOUN: ικανότητα, επίδοση, πρόοδος;
USER: ικανότητα, επάρκειας, ικανότητας, επάρκεια, ικανότητας από
GT
GD
C
H
L
M
O
profit
/ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδος, όφελος, ωφέλεια, απολαβή;
VERB: κερδίζω, ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, τα κέρδη
GT
GD
C
H
L
M
O
prospects
/ˈprɒs.pekt/ = NOUN: προοπτική, προσδοκία, άποψη, θέα;
VERB: ενεργώ, διερευνώ, μεταλλεύομαι;
USER: προοπτικές, οι προοπτικές, τις προοπτικές, προοπτικών, προοπτικές της
GT
GD
C
H
L
M
O
proven
/pruːv/ = ADJECTIVE: αποδεδειγμένος, αποδειχθείς;
USER: αποδεδειγμένος, αποδεδειγμένη, αποδεδειγμένα, αποδεδειγμένο, αποδεδειγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
qualifications
/ˌkwɒl.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: προσόν, επιφύλαξη, όρος, τροποποίηση;
USER: προσόντων, προσόντα, επαγγελματικών προσόντων, τα προσόντα, τίτλων
GT
GD
C
H
L
M
O
qualified
/ˈkwɒl.ɪ.faɪd/ = ADJECTIVE: αρμόδιος, πτυχιούχος, έχων τα προσόντα, επιφυλακτικός, περιορισμένος, τροποποιημένος;
USER: ειδική, ειδικευμένο, προσόντα, ειδικευμένου, εξειδικευμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
quickly
/ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως;
USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να
GT
GD
C
H
L
M
O
quota
/ˈkwəʊ.tə/ = NOUN: ποσοστό, μερίδιο, αναλογία;
USER: ποσοστό, ποσόστωση, ποσόστωσης, ποσοστώσεων, ποσοστώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
reach
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reading
/ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα;
USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
record
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
records
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: αρχεία, εγγραφές, αρχείων, εγγραφών, μητρώα
GT
GD
C
H
L
M
O
recruitment
/rɪˈkruːt.mənt/ = NOUN: στρατολόγηση, στρατολογία;
USER: στρατολόγηση, πρόσληψη, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
representative
/ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας;
ADJECTIVE: αντιπροσωπευτικός;
USER: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εντολοδόχος, αντιπροσωπευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
research
/ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη;
VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
resourceful
/rɪˈzɔː.sfəl/ = ADJECTIVE: πολυμήχανος, εύπορος, καπάτσος;
USER: πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, πολυμήχανο, επινοητικός
GT
GD
C
H
L
M
O
respond
/rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibilities
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία;
USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
resume
/rɪˈzjuːm/ = NOUN: περίληψη, ανακεφαλαίωση, επαναλαμβάνων;
VERB: επαναλαμβάνω, αναλαμβάνω, ξαναρχίζω, αρχίζω πάλι;
USER: επαναλάβει, επαναλάβουν, συνεχίσετε, ξαναρχίσει, συνεχίσετε την
GT
GD
C
H
L
M
O
retain
/rɪˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, κρατώ, παρακρατώ, μισθώ;
USER: διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρήσει, να διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
revenue
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, Τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
robust
/rəʊˈbʌst/ = ADJECTIVE: εύρωστος, ρωμαλέος, εύσωμος;
USER: εύρωστος, ισχυρή, ισχυρό, εύρωστη, εύρωστο
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
saas
= USER: SaaS, ΣΣΣ,
GT
GD
C
H
L
M
O
sale
/seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία;
USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
salesforce
= USER: πωλητών, salesforce, προσωπικό πωλήσεων, Προώθησης Πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων αλλά
GT
GD
C
H
L
M
O
scheduled
/ˈʃed.juːl/ = ADJECTIVE: προγραμματισμένος, διατηρητέος, προδιαγραμμένος;
USER: προγραμματιστεί, προγραμματισμένα, προγραμματισμένη, έχει προγραμματιστεί, προγραμματισμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
self
/self/ = PRONOUN: εαυτός;
ADJECTIVE: ίδιος;
USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self
GT
GD
C
H
L
M
O
selling
/ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών;
USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
servers
/ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος;
USER: servers, διακομιστές, εξυπηρετητές, εξυπηρετητών, διακομιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
share
/ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές;
VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
skilled
/skɪld/ = ADJECTIVE: έμπειρος, επιδέξιος;
USER: έμπειρος, εξειδικευμένο, ειδικευμένων, ειδικευμένους, ειδίκευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
skills
/skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης;
USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
staffing
/stɑːf/ = VERB: επανδρώνω;
USER: στελέχωση, στελέχωσης, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
strategic
/strəˈtiː.dʒɪk/ = USER: στρατηγική, στρατηγικών, στρατηγικά, στρατηγικού, στρατηγικό
GT
GD
C
H
L
M
O
strategies
/ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία;
USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για
GT
GD
C
H
L
M
O
strong
/strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suite
/swiːt/ = NOUN: σουίτα, ακολουθία, συνοδία, σειρά πραγμάτων, σειρά δωμάτιων;
USER: σουίτα, Suite, μπάνιο, ιδιωτικό, ιδιωτικό μπάνιο
GT
GD
C
H
L
M
O
supervisor
/ˈso͞opərˌvīzər/ = NOUN: επόπτης, επιτηρητής, επιστάτης;
USER: επόπτης, επιτηρητής, επόπτη, επιβλέπων, επιβλέποντα
GT
GD
C
H
L
M
O
synthesis
/ˈsɪn.θə.sɪs/ = NOUN: σύνθεση;
USER: σύνθεση, σύνθεσης, συνθέσεως, τη σύνθεση, synthesis
GT
GD
C
H
L
M
O
tailored
/ˈteɪ.ləd/ = ADJECTIVE: επειξειργασμένος από ραπτήν;
USER: προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένων, προσαρμόζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
targeted
/ˈtɑː.ɡɪt/ = USER: στοχευμένες, απευθύνονται, στοχοθετημένη, στοχευμένη, στόχο
GT
GD
C
H
L
M
O
targets
/ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος;
USER: στόχων, στόχοι, στόχους, τους στόχους, οι στόχοι
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
telephone
/ˈtel.ɪ.fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλεφωνική, τηλεφωνικό, τηλεφωνικών
GT
GD
C
H
L
M
O
territory
/ˈter.ɪ.tər.i/ = NOUN: έδαφος, επικράτεια, περιοχή, χώρα, διαμέρισμα;
USER: έδαφος, επικράτεια, περιοχή, εδάφους, έδαφός
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
thousands
/ˈθaʊ.zənd/ = NOUN: χιλιάδα;
USER: χιλιάδες, χιλιάδων, χιλ., χιλ.
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
timely
/ˈtaɪm.li/ = ADJECTIVE: έγκαιρος, επίκαιρος;
USER: έγκαιρος, έγκαιρη, την έγκαιρη, η έγκαιρη, έγκαιρα
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
tools
/tuːl/ = NOUN: εργαλεία;
USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία
GT
GD
C
H
L
M
O
tts
GT
GD
C
H
L
M
O
understanding
/ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης
GT
GD
C
H
L
M
O
unique
/jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος;
USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
variety
/vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος;
USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα
GT
GD
C
H
L
M
O
verbal
/ˈvɜː.bəl/ = ADJECTIVE: προφορικός, ρηματικός;
USER: λεκτική, λεκτικής, λεκτικές, προφορική, προφορικές
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
voices
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
websites
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
win
/wɪn/ = NOUN: νίκη;
VERB: κερδίζω, νικώ, επικρατώ;
USER: νίκη, κερδίσει, κερδίσετε, win, κερδίσουν, κερδίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
word
/wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση;
VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων;
USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
written
/ˈrɪt.ən/ = ADJECTIVE: γραπτός, γραμμένος, γραφτός;
USER: γραπτός, γραπτή, γραπτές, έγγραφη, γραπτής, γραπτής
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
302 words